αυτοκτονία

αυτοκτονία
Η πράξη του να αφαιρέσει κανείς μόνος του και με τη θέλησή του τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει με μια ορισμένη συχνότητα στους νευρασθενικούς και στους παράφρονες (σε αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη, μελαγχολία, πρόωρη γεροντική άνοια), με ποσοστά πιο υψηλά στις πόλεις μεταξύ των διανοουμένων και των ενήλικων προσώπων. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι θεωρούσαν αυτόν που αυτοκτονούσε λιποτάκτη της ζωής. Η αθηναϊκή νομοθεσία όριζε να εκτίθεται το πτώμα του αυτόχειρα στην κοινή περιφρόνηση, ενώ η εβραϊκή θρησκεία του αρνιόταν τις επιτάφιες τιμές. Η καθολική εκκλησία καταδικάζει σε κάθε περίπτωση την α., όταν δεν είναι σύμπτωμα διανοητικής ασθένειας, και αρνείται σε αυτόν που αυτοκτονεί τις νεκρώσιμες δεήσεις. Κατά την ορθόδοξη εκκλησία, η α. αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα και επανειλημμένα η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας υπενθύμισε με εγκυκλίους της την απαγόρευση της εκκλησιαστικής ταφής των αυτοκτονούντων, που είχε υιοθετήσει από παλαιότατους χρόνους η χριστιανική εκκλησία. Κατά τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, η απόπειρα α. δεν αποτελεί αξιόποινο αδίκημα. Το αντίθετο συμβαίνει σε ποινικούς κώδικες άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Οπωσδήποτε όμως ο ελληνικός ποινικός νόμος τιμωρεί με φυλάκιση εκείνον ο οποίος σκόπιμα καταπείθει άλλο πρόσωπο να αυτοκτονήσει εφόσον επακολούθησε απόπειρα α. (άρ. 301) Επίσης τιμωρείται με φυλάκιση εκείνος που παρέχει βοήθεια κατά την εκτέλεση της α., όπως π.χ. ο φαρμακοποιός ο οποίος χορηγεί γι’ αυτόν τον σκοπό το θανατηφόρο δηλητήριο. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην αυτοκρατορική Ιαπωνία η α. ήταν ηθικά αποδεκτή και μάλιστα θεωρούταν νόμιμη, κάποτε και ηρωική πράξη (χαρακίρι). Το ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο της α. συνίσταται σε μια κατάσταση σοβαρής ανατροπής της ισορροπίας του συναισθήματος και των παραστάσεων, η οποία δεσμεύει σε αφύσικο βαθμό τη βούληση, προκαλώντας μια τόσο βαθιά και οδυνηρή διατάραξη της κιναισθησίας ώστε να εκμηδενίζει ακόμα και το θεμελιώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
* * *
(AM αὐτοκτονία) [αυτοκτόνος]
το να προκαλεί κανείς τον θάνατο του ίδιου του εαυτού του
νεοελλ.
μτφ. αυτοκαταστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοκτονία — η το να σκοτώνει κανείς τον εαυτό του (κυριολεκτικά και μεταφορικά): Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας μειώθηκε ο αριθμός των αυτοκτονιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρακίρι — Αυτοκτονία με οριζόντια τομή στην κοιλιά. Η μέθοδος αυτή της αυτοκτονίας είναι ιαπωνικής επινόησης. Την υιοθέτησαν τον Μεσαίωνα οι ευγενείς, που προτιμούσαν τον θάνατο από την αιχμαλωσία. Το χ. γενικεύτηκε στα χρόνια της δυναστείας των Άσι Κάγκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… …   Dictionary of Greek

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • αυτοφονία — αὐτοφονία, η (Α) [αυτόφονος] αυτοκτονία …   Dictionary of Greek

  • αυτοχειρία — η (AM αὐτοχειρία) [αυτόχειρ] αυτοκτονία αρχ. 1. φόνος που εκτελείται από τα ίδια τα χέρια κάποιου 2. το να εκτελεί κανείς κάτι με τα ίδια του τα χέρια 3. (η δοτ. ως επίρρ.) αὐτοχειρίᾳ αυτοχειρί …   Dictionary of Greek

  • δίδω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση αναφέρει πως υπήρξε ιδρύτρια της Καρχηδόνας, κόρη του βασιλιά της Τύρου, Βήλου ή Αγήνορος. Παντρεύτηκε τον θείο της Συχαίο, τον οποίο δολοφόνησε ο αδελφός της Πυγμαλίων για να γίνει κύριος του θησαυρού του. Η Δ.… …   Dictionary of Greek

  • διάβημα — το (AM διάβημα) προσπάθεια, αποφασιστική ενέργεια για την επίτευξη ενός σκοπού νεοελλ. «απονενοημένο διάβημα» πράξη παράλογη που φέρει τον χαρακτήρα τής απελπισίας, ιδιαίτερα η αυτοκτονία αρχ. μσν. βήμα («κατεύθυνον, Κύριε, τὰ διαβήματα ἡμῶν, τὰς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”